συνεπεκπίνω
From LSJ
English (LSJ)
[ῑ], drink off together, ἅμα τινί AP6.292 (Hedyl., dub.l.).
French (Bailly abrégé)
absorber ou vider ensemble.
Étymologie: σύν, ἐπεκπίνω.
Russian (Dvoretsky)
συνεπεκπίνω: (aor. 2 συνεπέκπιον) вместе выпивать (ἅμα τινί Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
συνεπεκπίνω: ἐκπίνω ὁμοῦ, ἅμα τινὶ Ἀνθ. Π. 6. 292.
Greek Monolingual
Α
πίνω από κοινού με κάποιον κάτι μετά από κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπεκπίνω «πίνω κάτι μετά από κάτι άλλο»].
Greek Monotonic
συνεπεκπίνω: μέλ. -πίομαι, πίνω μαζί μέχρι την τελευταία σταγόνα, ρουφώ μαζί ως τον πάτο, σε Ανθ.