συζύγιος
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
English (LSJ)
α, ον, poet. for σύζυγος, A joined, united Χάριτες E. Hipp.1148(lyr.). II Act., joining, uniting, epithet of Hera, as patroness of marriage. Stob.2.7.3a, cf. Poll.3.38.
German (Pape)
[Seite 972] poet. statt σύζυγος, 3 Endgn, verbunden; συζύγιαι Χάριτες, Eur. Hipp. 1147. Auch act., verbindend, Ἥρα, die Ehestifterinn, Stob. ecl. II p. 54.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
uni.
Étymologie: σύζυγος.
Russian (Dvoretsky)
συζύγιος: (ζῠ) соединенный, сплетенный, по по друг. сочетающий, покровительствующий бракам (Χάριτες Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
συζύγιος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ σύζυγος, συνημμένος, ἡνωμένος, χάριτες Εὐρ. Ἱππ. 1147. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ συζευγνύων, συνάπτων, ὡς τὸ ζυγία, ἐπίθ. τῆς Ἥρας ὡς προστάτιδος τοῦ γάμου, Στοβ. Ἐκλ. 2. 54, πρβλ. Πολυδ. Γ΄, 38.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α σύζυγος
(ποιητ. τ.)
1. συνδεδεμένος, ενωμένος
2. (ενεργό (κυρίως ως προσωνυμία της Ήρας ως προστάτιδας του γάμου) αυτός που συνδέει, που συνάπτει.
Greek Monotonic
συζύγιος: -α, -ον, ποιητ. αντί σύζυγος, συνδεδεμένος, συνενωμένος, ομόζυγος, σύζυγος, σε Ευρ.