συνυποπίπτω

From LSJ
Revision as of 15:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνυποπίπτω Medium diacritics: συνυποπίπτω Low diacritics: συνυποπίπτω Capitals: ΣΥΝΥΠΟΠΙΠΤΩ
Transliteration A: synypopíptō Transliteration B: synypopiptō Transliteration C: synypopipto Beta Code: sunupopi/ptw

English (LSJ)

to be presented to the senses together with, ἀλλήλοις S.E.M.8.174.

Russian (Dvoretsky)

συνυποπίπτω: лог. одновременно относиться, быть включаемым или подразумеваемым: οὐ λευκότερόν τι δυνατόν ἐστι γνωρίζειν μὴ συνυποπίπτοντος τοῦ οὖ λευκότερόν ἐστι Sext. невозможно познать «более белого», если оно не соотнесено с тем, чего оно белее.

Greek (Liddell-Scott)

συνυποπίπτω: ὑποπίπτω ὁμοῦ, συμπεριλαμβάνομαι, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 174.

Greek Monolingual

Α ὑποπίπτω
καθίσταμαι καταληπτός μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάτι άλλο.