τράγω
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
German (Pape)
[Seite 1133] dor. statt τρώγω.
French (Bailly abrégé)
ῃς, ῃ;
sbj. ao.2 de τρώγω.
Russian (Dvoretsky)
τράγω: aor. 2 conjct. к τρώγω.
Greek (Liddell-Scott)
τράγω: Δωρ. ἀντὶ τρώγω, ὡς τὸ πρᾶτος ἀντὶ πρῶτος.
Greek Monolingual
Α
(δωρ. τ.) βλ. τρώγω.
Greek Monotonic
τράγω: Δωρ. αντί τρώγω.