τριβάρβαρος
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
English (LSJ)
ον, thrice-barbarous, Plu.2.14b.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
(trois fois càd) tout à fait barbare.
Étymologie: τρίς, βάρβαρος.
Russian (Dvoretsky)
τρῐβάρβᾰρος: трижды, т. е. совершенно варварский Plut.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐβάρβᾰρος: -ον, τρὶς βάρβαρος, Ἰλλυρὶς καὶ τριβάρβαρος Πλούτ. 2. 14Β, Κ. Μανασσ. Χρον. 3539, 3948, 6589, 6604, 6679, κτλ.