φιλοκυδής
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
ές, loving glory, glorious, ἥβη, κῶμος, h.Merc.375,481.
German (Pape)
[Seite 1281] ές, Ruhm u. Ehre liebend, Herrlichkeit u. Freude liebend, ἥβη, κῶμος, H. h. Merc. 375. 481.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui aime la gloire, le bruit.
Étymologie: φίλος, κῦδος.
Russian (Dvoretsky)
φιλοκῡδής: любящий славу или пышность, т. е. роскошный (ἥβη, κῶμος HH).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοκῡδής: -ές, ὁ ἀγαπῶν τό κῦδος, τὴν δόξαν ἢ φήμην, ἥβη, κῶμος Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 375, 481.
Greek Monolingual
-ές, Α
φιλόδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -κυδής (< κῦδος, τὸ «φήμη, δόξα»), πρβλ. ἐρι-κυδής].
Greek Monotonic
φῐλοκῡδής: -ές (κῦδος), αυτός που αγαπά τη δόξα ή τη μεγαλοπρέπεια, σε Ομηρ. Ύμν.