φλυαρώδης

From LSJ
Revision as of 16:41, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλυᾱρώδης Medium diacritics: φλυαρώδης Low diacritics: φλυαρώδης Capitals: ΦΛΥΑΡΩΔΗΣ
Transliteration A: phlyarṓdēs Transliteration B: phlyarōdēs Transliteration C: flyarodis Beta Code: fluarw/dhs

English (LSJ)

ες, foolish, Plu.Lyc.6, Id.2.615a; ῥῆμα Porph.Chr.61.

German (Pape)

[Seite 1293] ες, possenhaft, Plut. Lyc. 6.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
frivole, vain.
Étymologie: φλύαρος, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

φλυᾱρώδης: бессодержательный, вздорный (λόγος κενὸς καὶ φ. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

φλυᾱρώδης: -ες, (εἶδος) φλύαρος, γελοῖος, Πλουτ. Λυκοῦργ. 6, ὁ αὐτ. 2. 615Α.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α φλύαρος
φλύαρος, πολυλογάς, ανόητος.

Greek Monotonic

φλῠᾱρώδης: -ες (εἶδος), φλύαρος, γελοίος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

φλυᾱρ-ώδης, ες εἶδος
fooling, Plut. fl4uzw, v. φλύω.