Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χιονοβόλος

From LSJ
Revision as of 16:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Μέγ' ἐστὶ κέρδος, εἰ διδάσκεσθαι μάθῃς → Doceri si didiceris, est magnum lucrum → Es ist ein großer Vorteil, wenn du lernen lernst

Menander, Monostichoi, 359
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῐονοβόλος Medium diacritics: χιονοβόλος Low diacritics: χιονοβόλος Capitals: ΧΙΟΝΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: chionobólos Transliteration B: chionobolos Transliteration C: chionovolos Beta Code: xionobo/los

English (LSJ)

ον, A snowy, χ. ὥρα Plu.2.182e. II χιονόβολος, ον, snow-covered, ὄρη Str.9.2.25; cf. χιονόβλητος.

German (Pape)

[Seite 1356] Schnee werfend, schneiend, ὥρα Plut. reg. apophth. p. 107; – χιονόβολος, mit Schnee beworfen, beschnei't, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui répand ou amène la neige.
Étymologie: χιών, βάλλω.

Russian (Dvoretsky)

χιονοβόλος: сыплющий снегом, т. е. снежный (ὥρα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

χιονοβόλος: -ον, ὁ βάλλων χιόνα, χιονίζων, χιονώδης, χιονοβόλος ἡ ὥρα γινομένη λιποβοτανεῖν ἐποίησε τὴν χώραν Πλούτ. 2. 18. Ε. ΙΙ. χιονόβολος, ον, βεβλημένος ὑπὸ χιόνος, χιονόβλητος, κεκαλυμμένος ὑπὸ χιόνος, ὄρη Στράβ. 409, πρβλ. χιονόβατος.

Greek Monolingual

-α, -ο / χιονοβόλος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Ν
αυτός που ρίχνει χιόνι, που χιονίζει
νεοελλ.
φρ. «χιονοβόλος ημέρα» — ημέρα κατά την οποία χιονίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. φυλλο-βόλος, χαλαζο-βόλος.