ἀναπλήρωμα Search Google

From LSJ
Revision as of 17:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπλήρωμα Medium diacritics: ἀναπλήρωμα Low diacritics: αναπλήρωμα Capitals: ΑΝΑΠΛΗΡΩΜΑ
Transliteration A: anaplḗrōma Transliteration B: anaplērōma Transliteration C: anapliroma Beta Code: a)naplh/rwma

English (LSJ)

ατος, τό, filling, Id.Mir.833b4; ἐρημίας Phalar.Ep.98; λόγων Ph.2.166.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
relleno, suplemento ἐν τοῖς ἐξορυσσομένοις τόποις τῆς γῆς πάλιν ἀναπληρώματα γίγνεσθαι Arist.Mir.833b4
c. gen. ἐρημίας Phalar.Ep.98, λόγων Ph.2.166.

German (Pape)

[Seite 202] τό, die Ausfüllung, Ergänzung, Supplement, Sp; Flicken, Phot. 493. 16.

Russian (Dvoretsky)

ἀναπλήρωμα: ατος τό восполнение, заполнение (τῆς γῆς ἐν τοῖς ἐξορυσσομένοις τόποις Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπλήρωμα: -ατος, τό, συμπλήρωμα, Ἀριστ. π. Θαυμ. 44.

Greek Monolingual

το (Α ἀναπλήρωμα)
η αναπλήρωση
νεοελλ.
αυτό που χρησιμεύει για αναπλήρωση άλλου πράγματος, που παρουσιάζει έλλειψη και είναι φθηνότερο από αυτό.