ἀστραπαῖος
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English (LSJ)
α, ον, of lightning, ἄνεμος ἀ. a wind with thunderstorms, Arist.Mete.364b30, cf. Thphr.Sign.37; τὰ ἀ. τῶν ὑδάτων thunder-showers, Plu.2.664c; Ζεὺς ἀ. Arist.Mu.401a16, Corn.ND9, IGRom.3.17 (Bithyn.).
Spanish (DGE)
(ἀστρᾰπαῖος) -α, -ον
I 1que lanza relámpagos ref. a Zeus, Arist.Mu.401a16, Corn.ND 9, INikaia 701.2 (II d.C.), Orph.H.15.9, 20.5.
2 de fenóm. atmosféricos acompañado de relámpagos del viento, Thphr.Sign.37, ἀστραπαῖα ὕδατα tormenta acompañada de relámpagos Plu.2.664f.
II subst. ἀστραπαία, ἡ piedra preciosa Plin.HN 37.189, Eust.827.26.
German (Pape)
[Seite 377] blitzend, Ζεύς; von Blitzen begleitet, ἄνεμος Arist. Meteor. 2, 6, 22; νότος Theophr.; ὕδατα, Gewitterregen, Plut. 4, 2.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
accompagné d'éclairs.
Étymologie: ἀστραπή.
Russian (Dvoretsky)
ἀστρᾰπαῖος:
1) сопровождаемый молниями, грозовой (ἄνεμοι Arst.; ὕδατα Plut.);
2) мечущий молнии (θεός Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀστρᾰπαῖος: -α, -ον, ὁ πρόξενος ἀστραπῶν, «ἀστραπαῖοι· ἄνεμοι πνέοντες, ἀφ’ ὧν ἀστραπαὶ γίνονται» Ἡσύχ.· ἀστραπαῖοι… διὰ μὲν γὰρ τὸ ἐγγύθεν πνεῖν ψυχροί εἰσι, διὰ δὲ τὸ ψυχρὸν ἀστραπὴ γίνεται Ἀριστ. Μετεωρ. 2.6, 22, πρβλ. Θεοφρ. Ἀποσπ. 6.2, 8· ἀστρ. ὕδατα, βροχὴ μετ’ ἀστραπῶν, Πλούτ. 2.664D· ἒν ἐκ τῶν πολλῶν ἐπιθέτων τοῦ Διός, ἀστραπαῖός τε καὶ βρονταῖος καὶ αἴθριος κτλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 7.2.
Greek Monolingual
ἀστραπαῖος, -α, -ον (Α) αστραπή
1. αυτός που ρίχνει τις αστραπές («Ζεὺς ἀστραπαῖος»)
2. αυτός που συνοδεύεται από αστραπές («ἄνεμος ἀστραπαῖος», «τὰ ἀστραπαῖα τῶν ὑδάτων»).