βρονταῖος
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
α, ον, thundering, Ζεύς Arist.Mu. 401a17, Orph.H.15.9; ὕδωρ β. thunder-rain, Hp.Epid.6.4.17.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): fem. -ίη Nonn.Par.Eu.Io.12.29
1 que truena, tonante Zeus, Arist.Mu.401a17, Orph.H.15.9, Pamprepius 3.183, ἠχώ Nonn.l.c., νεφέλαι Orph.H.21.3, φωνή Gr.Nyss.Eun.3.2.16.
2 subst. lat. brontea n. de una piedra meteórica Plin.HN 37.150.
German (Pape)
[Seite 464] donnernd, Ζεύς Aristot. mund. 7; νεφέλαι, ἠχώ, Orph. H. 14, 20.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βρονταῖος -α -ον βροντή van donder, gepaard met donder (van regen).
Russian (Dvoretsky)
βρονταῖος: гремящий (θεός Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
βρονταῖος: -α, -ον, ὁ βροντῶν, Ζεὺς Ἀριστ. π. Κόσμ. 7, 2· νεφέλαι Ὀρφ. Ὕμν. 14. 9.
Greek Monolingual
βρονταῖος, -α, -ον (Α) βροντή
φρ.
1. «Ζεὺς βρονταῖος» — ο Δίας ο θεός της βροντής
2. «νεφέλαι βρονταῖαι» — σύννεφα που φέρνουν καταιγίδα με βροντές.