ἄεθλον

From LSJ
Revision as of 18:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄεθλον Medium diacritics: ἄεθλον Low diacritics: άεθλον Capitals: ΑΕΘΛΟΝ
Transliteration A: áethlon Transliteration B: aethlon Transliteration C: aethlon Beta Code: a)/eqlon

English (LSJ)

τό, ἄεθλος, ὁ, Ep. and Ion. for ἆθλον, ἆθλος.

German (Pape)

[Seite 38] τό, ep. u. Ion. = ἆθλον, öfter bei Hom., z. B. Iliad. 22, 163 Od. 21, 106, überall in der Bdtg »Kampfpreis«, nie in der Bdtg »Wettkampf«, s. Lehrs Aristarch. 151. – Her. 8, 93 u. sp. D.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ἆθλον.

Russian (Dvoretsky)

ἄεθλον: эп. = ἆθλον.

Greek (Liddell-Scott)

ἄεθλον: τό, ἄεθλος, ὁ, Ἐπ. καὶ Ἰων. ἀντὶ τοῦ ἆθλον, ἆθλος.

English (Autenrieth)

(ἀϝεθ.): (1) prize, athlon prize.— (2) prize-contest.

English (Slater)

ἄεθλον (ᾰελτ;γτ;-, ᾰε̄-, αε-. neut. guaranteed, (O. 1.3) (O. 9.108), (P. 10.24), (N. 9.9) )
   a prize Τλαπολέμῳ ἵσταται μήλων τε κνισάεσσα πομπὰ καὶ κρίσις ἀμφ' ἀέθλοις (O. 7.80) τοῦτο δὲ προσφέρων ἄεθλον (τὸν ὕμνον. Σ.) (O. 9.108) τὸ δὲ παθεῖν εὖ πρῶτον ἀέθλων (P. 1.99) τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ τόλμᾳ τε καὶ σθένει (P. 10.24) ὅστις ἁμιλλᾶται περὶ ἐσχάτων ἀέθλων κορυφαῖς (N. 10.32) ἔν τ' ἀέθλοισι θίγον πλείστων ἀγώνων (I. 1.18) ἔστι δὲ καὶ διδύμων ἀέθλων Μελίσσῳ μοῖρα (I. 3.9) μαρνάσθω τις ἔρδων ἀμφἀέθλοισιν γενεὰν Κλεονίκου ἐκμαθών (I. 5.55)
   b contest ?, v. von der Mühll, M. H., 1954, 52. εἰ δἄεθλα γαρύεν ἔλδεαι (O. 1.3) ἀνὰ δαὐλὸν ἐπαὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν, ἅ τε Φοίβῳ θῆκεν Ἄδραστος i. e. the Pythian Games at Sikyon (N. 9.9)

Greek Monotonic

ἄεθλον: τό, ἄεθλος, ὁ, Επικ. και Ιων. αντί ἆθλον, ἆθλος.