ἐπαναστέλλω
From LSJ
τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals
English (LSJ)
check, resist, αἱ γενέσεις ἐ. τὰς φθοράς Arist.Mu.397b3 (v. ἀνασηκόω).
German (Pape)
[Seite 901] zurückschlagen u. in die Höhe heben, Clem. Al.; verhindern, τὰς φθοράς Arist. mund. 5, 13.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαναστέλλω: восстанавливать, возмещать (τὰς φθοράς Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαναστέλλω: σύρω ὀπίσω, ὀλίγον ἐπαναστείλας τοῦ καταπετάσματος, ὡς δείξων τὸν θεὸν Κλήμ. Ἀλ. 253. ΙΙ. αἱ γενέσεις ἐπαναστέλλουσι τὰς φθορὰς, χρησιμεύουσιν ὡς ἀντιστάθμισμα εἰς τὰς φθορὰς, Ἀριστ. π. Κόσμου 5. 13.
Greek Monolingual
ἐπαναστέλλω (Α)
1. αναπληρώνω
2. μέσ.
ανασύρω, ανασηκώνω, αναστέλλω
3. σέρνω, τραβώ προς τα πίσω.