ἐχθροδαίμων
From LSJ
English (LSJ)
ον, gen. ονος, hated of the gods, S.OT816.
German (Pape)
[Seite 1125] ονος, den Göttern verhaßt, unglückselig, Soph. O. R. 816.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
haï des dieux ; infortuné.
Étymologie: ἐχθρός, δαίμων.
Russian (Dvoretsky)
ἐχθροδαίμων: 2, gen. ονος ненавистный богам, преследуемый богами: τίς ἐ. μᾶλλον ἂν γένοιτ᾽ ἀνήρ; Soph. существует ли человек, которого боги ненавидели бы больше?
Greek (Liddell-Scott)
ἐχθροδαίμων: -ον, ὑπὸ τῶν θεῶν μισούμενος, θεομισής, τίς ἐχθροδαίμων μᾶλλον ἂν γένοιτ’ ἀνὴρ Σοφ. Ο. Τ. 816.
Greek Monolingual
ἐχθροδαίμων, -ον (Α)
αυτός που μισείται από τους θεούς, ο θεομίσητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + δαίμων.
Greek Monotonic
ἐχθροδαίμων: -ον, θεομίσητος, σε Σοφ.
Middle Liddell
hated of the gods, Soph.