ἔπανδρος

From LSJ
Revision as of 20:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔπανδρος Medium diacritics: ἔπανδρος Low diacritics: έπανδρος Capitals: ΕΠΑΝΔΡΟΣ
Transliteration A: épandros Transliteration B: epandros Transliteration C: epandros Beta Code: e)/pandros

English (LSJ)

ον, (ἀνήρ) manly, Demad.37, Phld.Ir.p.65 W., Vett. Val.14.24, al.; πρᾶξις D.S.4.50; ἐργασία IG4.951 (i B.C.); τὸ ἔ. masculine spirit, Corn.ND20; ἔργα Hierocl.p.63 A. (Comp.). Adv. -δρως S.E.M.11.107; ἀγωνίσασθαι CIG4239 (Tlos), cf. SIG709.6 (Cherson., ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 901] mannhaft, einem Manne geziemend, πρᾶξις D. Sic. 4, 50; μουσική Sext. Emp. adv. mus. 15; von einem Manne, ἔπ. καὶ ἀῤῥενουργός Nicomach. in Phot. bibl. p. 144, 15; – τὸ ἔπανδρον, männliches Wesen, Palaeph. – Adv., ἐπ. ἀγωνίζεσθαι Sext. Emp. adv. eth. 107.

Russian (Dvoretsky)

ἔπανδρος: мужской, подобающий мужчине, мужественный (πρᾶξις Diod.; μουσική Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔπανδρος: -ον, (ἀνὴρ) ἀνδρικός, Διόδ. 4. 50, Συλλ. Ἐπιγρ. 5879.7· τὸ ἔπανδρον, τὸ ἀνδρικόν, Κορνοῦτ. π. Θεῶν Φύσ. 20. - Ἐπίρρ. ἐπάνδρως, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 107, Συλλ. Ἐπιγρ. 4239.

Greek Monolingual

ἔπανδρος, -ον (Α)
1. αυτός που αρμόζει σε άνδρα, ανδροπρεπής, ανδρικός («φασὶν ἔπανδρον καὶ μνήμης ἀξίαν ἐπιτελέσασθαι πρᾱξιν», Διόδ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔπανδρον
ανδρικό, αρρενωπό παράστημα.
επίρρ...
ἐπάνδρως
ανδρικά, γενναία, με ανδρικό φρόνημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ανδρος (< ανήρ), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. άνανδρος, εύανδρος)].