ὑδρηχόος
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
German (Pape)
[Seite 1173] ον, = ὑδροχόος, πῶμα, Eur. bei Ath. IV, 158 e.
French (Bailly abrégé)
όος, όον;
c. ὑδροχόος.
Russian (Dvoretsky)
ὑδρηχόος: II ὁ
1) Водолей (название созвездия) Plut.;
2) перен. щедро дарящий, податель (τινός Eur.).
досл. текучий, перен. обильный (πῶμα Eur.; πόματα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑδρηχόος: -ον, = ὑδροχόος. πῶμα Εὐρ. Ἀποσπ. 884· - ὁ ὑδρηχόος, ὁ ἀστερισμὸς τοῦ Ὑδροχόου ἐν τῷ Ζωδιακῷ κύκλῳ, Πλούτ. 2. 908C.
Spanish
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. υδροχόος.