ἀπόκρουσις
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἀποκρούομαι Pass.) retiring, waning, τῆς σελήνης Colum.2.10.10, Alex. Trall.8.2, PMag.Leid.V.11.28, Horap.1.4, etc.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 medic. rechazo ref. a la acción de los medicamentos, Gal.12.494.
2 astr. acción de menguar ref. al cuarto menguante τῆς σελήνης Colum.2.10.10, Heph.Astr.2.31.17, cf. Clem.Al.Strom.6.16.143, PMag.12.378, Horap.1.4.
German (Pape)
[Seite 309] ἡ, das Ab-, Zurückstoßen, Sp.; σελήνης, Abnehmen des Mondes, Clem. Al. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόκρουσις: -εως, ἡ, (ἀποκρούομαι, παθ.) ὑποχώρησις, ἐλάττωσις, τῆς σελήνης Κλήμ. Ἀλ. 814, κτλ.· οὕτω καὶ ὁ Προκλ. ὁμιλεῖ περὶ σελήνης ἀποκρουστικῆς, ὅταν εὑρίσκηται ἐν τῇ μειώσει αὑτῆς. ΙΙ. ἡ κυρία σημασία τῆς λέξεως, ἀπώθησις, εὕρηται μόνον παρὰ Βυζ.