ἀρκτύλος
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
ὁ, bear's cub, Poll.5.15; cf. ἄρκιλος, ἄρκυλλος.
Spanish (DGE)
v. ἄρκηλος.
German (Pape)
[Seite 354] ὁ, ein junger Bär, Poll. 5, 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρκτύλος: ὁ, νεογνὸν ἄρκτου, «καλεῖται τὰ τῶν ἄρκτων ἔκγονα ἀρκτύλοι» Πολυδ. Ε΄, 15.