pride

From LSJ
Revision as of 09:49, 21 July 2017 by Spiros (talk | contribs) (CSV4)

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127

English > Greek (Woodhouse)

woodhouse 640.jpg

subs.

In bad sense: P. and V. φρόνημα, τό, ὕβρις, ἡ, ὄγκος, ὁ, P. ὑπερηφανία, ἡ, ὑπεροψία, ἡ, μεγαλαυχία, ἡ, V. χλιδή, ἡ, φρόνησις, ἡ. In good sense: P. and V. φρόνημα, τό, V. φρόνησις, ἡ (Eur., Frag. ). The pride of, boast of: P. and V. σχῆμα, τό (Eur., And. 1), V. πρόσχημα, τό, ἄγαλμα, τό, φάος, τό, φῶς, τό, αὔχημα, τό. Take pride in: see pride oneself on. Pride oneself on, v.: P. and V. φρονεῖν μέγα (ἐπί, dat.), ἀγάλλεσθαι (dat., or ἐπί, dat.), ἁβρύνεσθαι (dat.) (Plat.), σεμνύνεσθαι ἐπί (dat.), λαμπρύνεσθαι (dat.), P. φιλοτιμεῖσθαι (dat., or ἐπί, dat.), καλλωπίζεσθαι (dat., or ἐπί, dat.), Ar. and V. χλιδᾶν (ἐπί, dat.), ἐπαυχεῖν (dat.).