στροφοδινέομαι

From LSJ
Revision as of 18:05, 6 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στροφοδῑνέομαι Medium diacritics: στροφοδινέομαι Low diacritics: στροφοδινέομαι Capitals: ΣΤΡΟΦΟΔΙΝΕΟΜΑΙ
Transliteration A: strophodinéomai Transliteration B: strophodineomai Transliteration C: strofodineomai Beta Code: strofodine/omai

English (LSJ)

Pass., wheel eddying round, of vultures wheeling round their nest, A.Ag.51 (anap.): cf. στρεφεδινέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στροφοδινέομαι [~ στρεφεδινέω] rondcirkelen.

Greek Monotonic

στροφοδῑνέομαι: (δινέω), Παθ., κυλώ περιστροφικά γύρω από, περιστρέφομαι, περιδινίζομαι, στροβιλίζομαι, λέγεται για τους γύπες που πετούν γύρω από τη φωλιά τους, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

στροφοδῑνέομαι: Παθητ., περιδινοῦμαι, περιστρέφομαι, ἐπὶ τῶν γυπῶν περιιπταμένων περὶ τὴν φωλεὰν των, «κλωθογυρίζω», Αἰσχύλ. Ἀγ. 51. - Πρβλ. στρεφεδινέω.

Middle Liddell

στροφο-δῑνέομαι, δινέω
Pass. to wheel eddying round, of vultures wheeling round their nest, Aesch.