ἀκράτως
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
French (Bailly abrégé)
adv.
sans mélange ; absolument, entièrement.
Étymologie: ἄκρατος.
Russian (Dvoretsky)
ἀκράτως: (ρᾱ) полностью, вполне, совершенно: ἀ. λευκός Luc. совершенно белый.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκράτως: [ᾰ], ἐπίρρ. τοῦ ἄκρᾱτος. ΙΙ. = ἀκρατῶς, ἐπίρρ. τοῦ ἀκρατής· ἴδε ἐν λέξεσιν.
Greek Monotonic
ἀκράτως: [ᾱ],
I. επίρρ. του ἄκρᾱτος. II. ἀκρᾰτῶς, επίρρ. του ἀκρᾰτής.
Middle Liddell
[adverb of ἄκρᾱτος.]