ομαλής

From LSJ
Revision as of 09:10, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥοπή ‘στιν ἡμῶνβίος, ὥσπερζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht

Menander, Monostichoi, 465

Greek Monolingual

ὁμαλής, -ές (Α)
1. (για το έδαφος) επίπεδος, ομαλός («ἀνελθόντι ὁμαλής ἐστιν ὁ λόφος καὶ ἐπίπεδος», Παυσ.)
2. (για τους νεφρούς) γλιστερός
3. (για φύλλωμα) λείος
4. (για κίνηση) ισοταχής
5. (για συνθήκες ζωής) μη υπερβολικός, μέτριος, μετρημένος
6. (για περιουσία) ίσος («καὶ ζῆν μετ' ἀλλήλων ἅπαντας ὁμαλεῖς καὶ ίσοκλήρους τοῖς βίοις γενομένους», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμαλός, κατά τα επίθ. σε -ής, -ές].