εξυβρίζω
From LSJ
Περὶ μὲν γὰρ τῆς πρὸς τὴν φύσιν ὑποστάσεως τῶν... → Αbout the true nature of...
Greek Monolingual
και ξεβρίζω (AM ἐξυβρίζω)
χρησιμοποιώ προσβλητικές ή υβριστικές φράσεις ή ενέργειες εναντίον κάποιου
μσν.- νεοελλ.
ατιμάζω, ντροπιάζω
αρχ.
1. γίνομαι αυθάδης, αποθρασύνομαι («χρόνου δέ ού πολλού διεξελθόντος αύτίκα οί Μινύαι εξύβρισαν», Ηρόδ.)
2. (για φυτά) αυξάνομαι υπερβολικά
3. (για τα σώματα, λόγω τρυφηλής ζωής) εκτρέπομαι, ξεσπώ («ἐξυβρίζοντα τὰ μὲν εἰς νόσους θεῖ...»).