δευτερεῖος
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
α, ον, A of second quality, Dsc.1.49; ἄρτοι Gp.2.32.3; βίρρος Edict.Diocl. 7.43. II neut. pl. δευτερεῖα (sc. ἆθλα), τά, second prize in a contest, hence second place or rank, δ. νέμειν τινί Hdt.1.32; δευτερείοισι ὑπερβάλλειν votes for second place, Id.8.123, cf. Pl.Phlb.22c, etc.:—later in sg., CIG2360.29 (Delos), 2759 (Aphrodisias), D.L.2.133. 2 secondary action, Arist.Pr.921b36.
Spanish (DGE)
-α, -ον
I secundario, de segundo orden, de calidad inferior ἄρτοι Gp.2.32.3, βίρρος DP 7.43, cf. Dsc.1.49.
II subst. τὸ δ.
1 neutr. plu. τὰ δευτερεῖα (sc. ἆθλα) el segundo premio de un certamen τὰ δ. τῆς δαϊσφάλτου πάλης λάβοντα Lyc.170, cf. 1011, Plu.2.740a, Art.14, tb. en sg. IG 12(5).647.29 (Ceos III a.C.), SEG 38.1462.41 (Enoanda II d.C.), IAphrodisias 3.53 (imper.), D.L.2.133
•el segundo lugar o puesto εὐδαιμονίης δευτερεῖα ἔνεμε τούτοισι Hdt.1.32, δευτερείοισι ὑπερβάλλετο destacó (sobre los demás) para el segundo puesto Hdt.8.123, cf. Pl.Phlb.22c, Plu.2.871d, 872a, D.C.52.19.4, Epit.7.19.10, de ciertos pecados Clem.Ep.7.4
•del hijo de Dios τὰ δ. τῆς βασιλείας Eus.HE 1.2.11.
2 efecto secundario τὸ δ. αὐτῆς κρεῖττον ἂν εἴη ἢ τὸ τῶν ἄλλων Arist.Pr.921b36.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est au second rang, secondaire ; pl. τὰ δευτερεῖα la seconde place, le second rang, le second prix.
Étymologie: δεύτερος.
Greek Monolingual
δευτερεῖος, -α, -ον (Α)
1. ο δεύτερης ποιότητας
2. το ουδ. εν. ως ουσ. α) τα δευτερεία, η δεύτερη θέση
β) η δευτερεύουσα ενέργεια.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δευτερεῖος -α -ον [δεύτερος] subst. τὰ δευτερεῖα de tweede prijs.