συσσεισμός

From LSJ
Revision as of 09:10, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσσεισμός Medium diacritics: συσσεισμός Low diacritics: συσσεισμός Capitals: ΣΥΣΣΕΙΣΜΟΣ
Transliteration A: sysseismós Transliteration B: sysseismos Transliteration C: sysseismos Beta Code: susseismo/s

English (LSJ)

ὁ, commotion of earth or air, earthquake or hurricane, LXX 3 Ki.19.12, 4 Ki.2.1, Lyd.Ost.44.

Greek (Liddell-Scott)

συσσεισμός: ὁ, κίνησις ἢ ταραχὴ τῆς γῆς ἢ τοῦ ἀέρος, σεισμόςκαταιγίς, λαῖλαψ, συστροφὴ ἀνέμου, Ἑβδ. (Γ΄ Βασιλ. ΙΘ΄, 12, Β΄, 1).

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ συσσείω
κίνηση ή ταραχή της γης ή του αέρα, σεισμός ή καταιγίδα
μσν.
μτφ. ταραχή του νου, ανησυχία του πνεύματος.