ὀκνηρία
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
ἡ, = ὄκνος, LXXEc.10.18, PMasp.158.15(vi A. D.), Gloss.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ὀκνηρία: ἡ, = ὄκνος. Γλωσσ.· ὡς καὶ νῦν, Ἑβδ. (Ἐκκλ. Ι΄, 18), συχν. παρ’ Ἐφραὶμ τῷ Σύρῳ.
Greek Monolingual
η (Α ὀκνηρία) οκνηρός
τάση για αποφυγή εργασίας και κάθε δραστηριότητας, νωθρότητα, τεμπελιά («ἀπεῖχε πάσης ἐργασίας ζῶν ἐν ὀκνηρίᾳ καὶ ἀργίᾳ»).