ἐκμυελίζω
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
suck the marrow out of, deprive of strength, LXX Nu.24.8.
Spanish (DGE)
sacar la médula de los huesos, triturar τὰ πάχη αὐτῶν ἐκμυελιεῖ LXX Nu.24.8, en v. pas., en una defixión ἐκμυαλιζόμενος (sic) ἕως θανατωθῇ Bull.Epigr.1998.73 (Cos).
German (Pape)
[Seite 769] entmarken, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμῡελίζω: ἐκμυζῶ, «πιπιλίζω» τὸν μυελόν τινος, καὶ τὰ πάχη αὐτῶν ἐκμυελιεῖ Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΚΔ΄, 8), πρβλ. Εὐστ. Πονημάτ. 202, 10.