περιτορνεύω
Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut
English (LSJ)
turn as in a lathe, περὶ… τὸν ἐγκέφαλον… σφαῖραν περιετόρνευσεν ὀστεΐνην he framed a globe round it, Pl.Ti.73e; θνητὸν σῶμα [τῇ ψυχῇ] π. ib.69c: metaph. in Pass., περιτορνεύομαι = to be well-turned, of style, D.H.Dem.21.
German (Pape)
[Seite 597] ringsum runden, rund drechseln, Plat. Tim. 69 c, vgl. 73 e.
Russian (Dvoretsky)
περιτορνεύω: обтачивать, вытачивать (σφαῖραν ὀστεΐνην Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
περιτορνεύω: περί... τὸν ἐγκέφαλον… σφαῖραν περιετόρνευσεν ὀστεΐνην, ἐσχημάτισεν ὡς διὰ τόρνου σφαῖραν ὀστεΐνην πέριξ αὐτοῦ, Πλάτ. Τίμ. 73Ε, πρβλ. 69C.
Greek Monolingual
και περιτορεύω ΝΑ
1. τορνεύω κάτι γύρω γύρω, καθιστώ κάτι στρογγυλό χρησιμοποιώντας τον τόρνο
2. φιλοτεχνώ, κατασκευάζω προσεκτικά γύρω από κάτι («θνητὸν σῶμα αὐτῇ περιετόρνευσαν», Πλάτ.)
3. καθιστώ περίτεχνο κάτι
4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) περιτετορευμένος, -η, -ο
περίκομψος, περίτεχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + τορ(ν)εύω (< τόρνος)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-τορνεύω rondom... draaien:. περὶ... τὸν ἐγκέφαλον... σφαῖραν περιετόρνευσεν ὀστεΐνην rond de hersenen fabriceerde hij een bol van bot Plat. Tim. 73e.