συσσύρω
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
[ῡ], A pull about, LXX 2 Ma.5.16; sweep together, ὀνομάτων συρφετόν Phryn.400. 2 sweep along with one, τοὺς ἀκούοντας, of Carneades compared to a torrent, Numen. ap. Eus.PE14.8.
Greek (Liddell-Scott)
συσσύρω: [ῡ], σύρω ὁμοῦ, συσσωρεύω, Ἑβδ. (Μακκ. Β΄ κεφ. Ε΄, 16), Φρύν. 433.
Greek Monolingual
Α σύρω
1. σαρώνω μαζί, συσσωρεύω («Μένανδρος συσσύρας τὸν τοσούτων ὀνομάτων συρφετόν», Φρύν.)
2. τραβώ εδώ κι εκεί («ταῖς βεβήλοις χερσὶ συσσύρων ἀπεδίδου», ΠΔ).
German (Pape)
hin und her ziehen, zerren, dadurch beunruhigen, Sp.