κορμάζω
From LSJ
Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst
English (LSJ)
saw up into logs, D.H.20.15 (Pass.).
Greek (Liddell-Scott)
κορμάζω: κόπτω εἰς κορμούς, τεμάχια, Διον. Ἁλ. 20. 6.
Greek Monolingual
κορμάζω (Α) κορμός
κόβω κάτι σε κορμούς, τεμαχίζω, κομματιάζω («ὕλη κορμασθεῖσα κατά μέρη», Διον. Αλ.).
German (Pape)
in Klötze, κορμοί, schneiden, hauen, zerstücken; ὕλη κορμασθεῖσα κατὰ μέρη Dion.Hal. Epit. 20.6.