γλύκασμα

From LSJ
Revision as of 16:47, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλῠκασμα Medium diacritics: γλύκασμα Low diacritics: γλύκασμα Capitals: ΓΛΥΚΑΣΜΑ
Transliteration A: glýkasma Transliteration B: glykasma Transliteration C: glykasma Beta Code: glu/kasma

English (LSJ)

ατος, τό, sweetness, LXX Pr.16.24, al.; sweet wine, ib.Ne.8.10, al.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 dulzor fig. de las palabras, LXX Pr.16.24.
2 vino dulce LXX 1Es.9.51.

Greek (Liddell-Scott)

γλύκασμα: -ατος, τό, γλυκύτης, γλυκὺ πρᾶγμα, Ἑβδ. (Παροιμ. ις΄, 24 κ. ἀλλ.).

Greek Monolingual

το (AM γλύκασμα) γλυκάζω
1. γλυκύτητα
2. γλυκό κρασί
νεοελλ.
1. καταπράυνση
2. (για τον καιρό) βελτίωση
3. τα γλυκάσματα
πολτώδη φαρμακευτικά παρασκευάσματα από φυτά.

German (Pape)

τό, Süßigkeit, LXX.