κράδανσις
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
[κρᾰ], εως, ἡ, quaking, of the earth, Epicur.Ep.2p.48U.
Russian (Dvoretsky)
κράδανσις: εως (ρᾰ) ἡ колебание (земли), землетрясение Epicur. ap. Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
κράδανσις: -εως, ἡ, σεῖσις, κίνησις τῆς γῆς, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 105· Meibom. κραδασμός.
Greek Monolingual
κράδανσις, ἡ (Α) κραδαίνω
κραδασμός της γής, ο σεισμός.
German (Pape)
ἡ, das Schwingen, Erschüttern, die Erderschütterung, Epicur. bei DL. 10.105, Verbesserung der v.l. κράδασις.