μεταρρίπτω

From LSJ
Revision as of 16:57, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταρρίπτω Medium diacritics: μεταρρίπτω Low diacritics: μεταρρίπτω Capitals: ΜΕΤΑΡΡΙΠΤΩ
Transliteration A: metarríptō Transliteration B: metarriptō Transliteration C: metarripto Beta Code: metarri/ptw

English (LSJ)

A toss from side to side, ἑωυτόν Hp.Epid.7.10, cf. Thphr.Ign.53. 2 turn upside down, πάντα μεταρρίπτει θεός Simon. 62 ( = Com.Adesp.383); τὰ καλῶς πεπηγότα μ. D.25.90. II bring over, ἀπὸ τῆς Φιλίππου συμμαχίας πρὸς τὴν Ῥωμαίων Plb.18.13.8, cf. 30.7.2, al.; μ. τὴν διάνοιαν ἐπίturn one's mind to... Phld. Vit.p.17 J.

French (Bailly abrégé)

1 renverser, changer de fond en comble;
2 faire passer d'un parti dans un autre.
Étymologie: μετά, ῥίπτω.

Russian (Dvoretsky)

μεταρρίπτω:
1) досл. переворачивать, опрокидывать, перен. разрушать (τὰ καλῶς πεπηγότα Dem.; τὴν δοκοῦσαν εὐημερίαν Plut.);
2) уводить, переводить (τινὰ ἀπὸ τῆς Φιλίππου συμμαχίας πρὸς τὴν Ῥωμαίων Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταρρίπτω: μέλλ. -ψω, μεταστρέφω, «ἀναποδογυρίζω», Σιμωνίδ. 43, Δημ. 797. 11· παρασύρω ἐκ τῆς μιᾶς μερίδος εἰς τὴν ἑτέραν, Πολύβ. 17. 13, 8, κτλ.

Greek Monolingual

μεταρρίπτω (ΑΜ)
1. ρίχνω από ένα μέρος σε άλλο
αρχ.
παρασύρω από μια πλευρά σε άλλη («εἰ γὰρ μὴ σὺν καιρῷ τότε μετέρριψε τοὺς Ἀχαιούς... ἀπὸ τῆς Φιλίππου συμμαχίας πρὸς τὴν Ρωμαίων», Πολ.).

Greek Monotonic

μεταρρίπτω: μέλ. -ψω, στρέφω πάνω-κάτω, σε Δημ.

Middle Liddell

fut. ψω
to turn upside down, Dem.

German (Pape)

umwerfen, verändern; Dem. vrbdt κινεῖ καὶ ἀναιρεῖ καὶ μεταρρίπτει, 25.90; τοὺς Ἀχαιοὺς ἀπὸ τῆς Φιλίππου συμμαχίας πρὸς τὴν Ῥωμαίων, Pol. 17.13.8, öfter.