δαφνοφόρος
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α δαφνηφόρος, -ον)
(για τόπο) γεμάτος δάφνες («κοιλάδες δαφνοφόρες», «δαφνηφόρον ἄλσος»)
νεοελλ.
1. στολισμένος με δάφνες («μέσα στις εκκλησίες τις δαφνοφόρες»)
2. αυτός που φέρνει τις δάφνες της δόξας («δαφνοφόρος πόλεμος)
αρχ.
1. όποιος έχει σχέση με δάφνες προς τιμήν του Απόλλωνος («δαφνηφόροις τιμαῑς» — λιτανείες με κλαδιά δάφνης)
2. επίθ. του Απόλλωνος στη Θήβα και την Ερέτρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάφνη + -φόρος < φέρω.
German (Pape)
Sp., l.d., = δαφνηφόρος, DC. 37.21.