ὑφαλμυρίζω

From LSJ
Revision as of 16:58, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφαλμῠρίζω Medium diacritics: ὑφαλμυρίζω Low diacritics: υφαλμυρίζω Capitals: ΥΦΑΛΜΥΡΙΖΩ
Transliteration A: hyphalmyrízō Transliteration B: hyphalmyrizō Transliteration C: yfalmyrizo Beta Code: u(falmuri/zw

English (LSJ)

to be or taste somewhat salt, Id.1.14, Plu.2.669b.

French (Bailly abrégé)

être un peu salé.
Étymologie: ὑπό, ἁλμυρός.

Russian (Dvoretsky)

ὑφαλμῠρίζω: иметь солоноватый вкус: τὰ ὑφαλμυρίζοντα μετρίως τῶν σιτίων Plut. умеренно соленые кушанья.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφαλμῠρίζω: εἶμαι ὑφάλμυρος, ἔχω γεῦσιν ὀλίγον ἁλμυράν, ἔστι δὲ (ὁ ἀδάρκης) ἐπίπαγος ὑφαλμυρίζων Διοσκ. 5. 137, Πλούτ. 2. 669Β.

Greek Monolingual

ὑφαλμυρίζω, ΝΑ, και υφαρμυρίζω Ν
(αμτβ.) είμαι κάπως αλμυρός, έχω αλμυρή γεύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἁλμυρίζω.

German (Pape)

etwas salzig sein od. schmecken, Plut. Symp. 4.4.3.