τρικότυλος

From LSJ
Revision as of 17:00, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρικότῠλος Medium diacritics: τρικότυλος Low diacritics: τρικότυλος Capitals: ΤΡΙΚΟΤΥΛΟΣ
Transliteration A: trikótylos Transliteration B: trikotylos Transliteration C: trikotylos Beta Code: triko/tulos

English (LSJ)

ον (η, ον Inscr.Délos 1432 Ab ii 30 (ii B. C.)), A holding three κοτύλαι, Ar.Th.743, Dionys.Com.5, Men.324. II οἶνος τ. costing an obol for three κοτύλαι, Hsch.

Russian (Dvoretsky)

τρῐκότῠλος: содержащий три котилы (т. е. 0.822 л) Arph., Men.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐκότῠλος: -ον, ὁ χωρῶν τρεῖς κοτύλας, Ἀριστοφ. Θεσμ. 743, Διονύσιος ὁ Σινωπεὺς ἐν «Σωζούσῃ» 1, Μένανδρ. ἐν «Μηναγύρτῃ» 2. ΙΙ. οἶνος τρ., «οὗ τρεῖς κοτύλαι ὀβολοῦ πωλοῦνται» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ον, θηλ. και -ύλη, Α
1. αυτός που χωρεί τρεις κοτύλες
2. (κατά τον Ησύχ.) «οἶνος τρικότυλος
oὗ τρεῖς κοτύλαι ὀβολοῦ πωλοῦνται».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -κότυλος (< κοτύλη «μέτρο χωρητικότητας υγρών»), πρβλ. δικότυλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρικότυλος -ον [τρι -, κοτύλη] met een inhoud van drie kotylai.

German (Pape)

drei Kotylen haltend, Ar. Thesm. 748.