προνούστερος
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προνούστερος comp. van πρόνοος.
English (Woodhouse)
(see also: πρόνους) more cautious, more prudent
German (Pape)
Kompar. zu πρόνους.