νεῖρα
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
Russian (Dvoretsky)
νεῖρα: или νείρα ἡ (= νείαιρα)
1 нижняя часть живота Eur.;
2 внутренности Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
νεῖρα: ἢ νείρα, ἴδε ἐν λ. νείαιρα.
Greek Monotonic
νεῖρα: ή νείρα, ἡ, συνηρ. αντί νείαιρα, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
νεῖρα, ορ νείρα, ἡ, [contr. for νείαιρα, Aesch.]
German (Pape)
ἡ, od. νείρα, = νείαιρα, der Unterleib, das Innerste, Aesch. Ag. 1458, l.d.; Hesych. erkl. νεῖραι durch κατώταται.