ἀποφατικός

From LSJ
Revision as of 19:25, 27 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " (op\.) ([Α-Ωα-ωΆΈΉΊΌΎΏἈἘἨἸὈὨᾈᾘᾨἌἜἬἼὌὬᾌᾜᾬἊἚἪἺὊὪᾊᾚᾪἎἮἾὮᾎᾞᾮἉἙἩἹὉὙὩᾉᾙᾩῬἍἝἭἽὍὝὭᾍᾝᾭἋἛἫἻὋὛὫᾋᾛᾫἏ...)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποφᾰτικός Medium diacritics: ἀποφατικός Low diacritics: αποφατικός Capitals: ΑΠΟΦΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: apophatikós Transliteration B: apophatikos Transliteration C: apofatikos Beta Code: a)pofatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (ἀπόφημι) A negative, opp. καταφατικός, λόγος Arist.Cat.12b8, cf. Chrysipp.Stoic.2.55,69; ἐπίρρημα A.D.Synt.245.24. Adv. -κῶς Arist.APr.64a14; also written for ἀποφαντικῶς, A.D. Pron.27.16. II conclusive, PLond.5.1902v (vi A.D.).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 concluyente νομίμῳ τρόπῳ καὶ ἀποφατικῷ PLond.1902ue. (VI d.C.)
aseverativo φωνή Gr.Nyss.Eun.3.7.43.
2 adv. -ῶς en forma de respuesta Eus.DE 10.8
dogmáticamente Diodor.T.Rom.(p.84.28).
-ή, -όν
1 negativo op. καταφατικός: ἡ ἀπόφασις λόγος ἀ. Arist.Cat.12b8, συμπλοκή Chrysipp.Stoic.2.69, cf. Plu.2.732f, ἐπίρρημα A.D.Synt.245.24, φωνή A.D.Adu.133.22, τὸ ... ἀ. οὐδέτερον A.D.Synt.10.21, 16.5, 9, 244.7
teol. del conocimiento de Dios por vía negativa θεολογίαι Dion.Ar.Myst.M.3.1032C, de un precepto prohibitivo Ast.Am.Hom.1.1.1.
2 subst. τὸ ἀ. renuncia a la vanidad del mundo PLond.1927.44 (IV d.C.).
3 adv. -ῶς op. καταφατικῶς negativamente λέγεσθαι Arist.APr.64a14, θεολογούμενος Procop.Gaz.M.87.1452A.

German (Pape)

[Seite 334] verneinend, Gegensatz καταφατικός, im adv.; Arist. de interpr. 7.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
t. de gramm. ou de logique négatif.
Étymologie: ἀπόφημι.
Ant. καταφατικός.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀποφατικός, -ή, -όν) απόφημι
αρνητικός
νεοελλ.
γραμμ.
1. «αποφατικά μόρια» — αυτά που δηλώνουν άρνηση (ου, μη, δεν κ.λπ.)
2. «αποφατική πρόταση» — αυτή που εισάγεται με αρνητικό μόριο ή περιέχει άρνηση.

Russian (Dvoretsky)

ἀποφᾰτικός: отрицательный (λόγος, πρότασις Arst.).