σίδιον
ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)
English (LSJ)
τό, (σίδη) pomegranate peel, Hp.Nat.Mul.33, Ulc.12, Thphr.CP5.6.1: pl., Ar.Nu.881, Dsc.1.110, Alciphr.3.60. [σῐ- Ar. l.c.; σῑ- Luc.Trag.156.]
German (Pape)
[Seite 880] τό, die Schale des Granatapfels, eigtl. dim. von σίδη, Ar. Nubb. 871; Alciphr. 3, 60 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
écorce de grenade.
Étymologie: σίδη¹.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σίδιον -ου, τό [σίδη] schil van een granaatappel.
Russian (Dvoretsky)
σίδιον: (ῐ Arph., ῑ Luc.) τό σίδη гранатовая корка Arph., Luc.
Greek Monotonic
σίδιον: [σῐ], τό (σίδη), φλοιός, περικάρπιο ροδιού, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
σίδιον: τό, (σίδη) φλοιὸς ῥοιᾶς («ῥοϊδίου»), Ἱππ. 574. 25, Ἀριστοφ. Νεφ. 881, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5, 6, 1· τὰ σίδια = τὰ περικόρπια τῶν ῥοιῶν, Ἀλκίφρ. 3. 80. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σίδια· τὰ τῶν ῥοιῶν λέπυρα· σίδαι γὰρ αἱ ῥοιαί. τίθεται δὲ καὶ ἐπὶ πάντων χλωρῶν», καὶ «σιδίῳ· κόκκῳ ῥοιᾶς». [σῐ- Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. σῑ- Λουκ. Τραγ. 156].
Middle Liddell
σῐ́διον, ου, τό, σίδη
pomegranate-peel, Ar.