κορυβαντώδης
From LSJ
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ες, Corybant-like, frantic, Luc. JTr. 30.
Greek Monolingual
κορυβαντώδης, -ῶδες (Α)
αυτός που μοιάζει με Κορύβαντα, μανιώδης, έξαλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κορύβας, -αντ-ος + κατάλ. -ώδης].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κορυβαντώδης -ες [Κορύβας, εἶδος] als een Corybant.