πολύδονος
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
ον, much-driven, πλάνη A.Pr.788.
German (Pape)
[Seite 662] viel bewegt, πλάνη, viel herumgetrieben, Aesch. Prom. 790.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s'agite beaucoup.
Étymologie: πολύς, δονέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύδονος -ον [πολύς, δονέω] met veel omzwervingen. πολύδονον πλάνην φράσω ik zal uw langdurige zwerftocht beschrijven Aeschl. PV 788.
Russian (Dvoretsky)
πολύδονος: полный блужданий, т. е. неспокойный, бурный (πλάνη Aesch.).
Greek Monolingual
-ον, Α
ο πολυδόνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -δονος (< δονῶ), πρβλ. οιστρό-δονος].
Greek Monotonic
πολύδονος: -ον (δονέω), πολύ δονούμενος, πολυκλόνητος, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πολύδονος: -ον, ὁ πολὺ δονηθείς, κινηθείς, πολυκλόνητος, πλάνη Αἰσχύλ. Πρ. 788· πρβλ. ἀλίδονος.
Middle Liddell
πολύ-δονος, ον, δονέω
much-driven, Aesch.