νεώνητος

From LSJ
Revision as of 11:26, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεώνητος Medium diacritics: νεώνητος Low diacritics: νεώνητος Capitals: ΝΕΩΝΗΤΟΣ
Transliteration A: neṓnētos Transliteration B: neōnētos Transliteration C: neonitos Beta Code: new/nhtos

English (LSJ)

ον, newly bought, of slaves, Ar.Eq.2, Timocl.7.2, Ph.2.73, cf. Ar.Pl.769; κύνες Aristo Stoic.1.88; ἀγρός App.BC4.41.

German (Pape)

[Seite 249] neuerdings, eben erst gekauft, Ar. Equ. 2 Plut. 769, von Sklaven, wie Luc. navig. 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouvellement acheté.
Étymologie: νέος, ὠνέομαι.

Russian (Dvoretsky)

νεώνητος: недавно или только что купленный (sc.δοῦλος Arph., Luc., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

νεώνητος: -ον, ὁ νεωστὶ ἀγορασθείς, ἐπὶ δούλων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 2, Πλ. 769.

Greek Monolingual

νεώνητος, -ον (Α)
(για δούλους) αυτός που αγοράστηκε πρόσφατα, νεοαγορασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + ώνητος (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. αργυρ-ώνητος].

Greek Monotonic

νεώνητος: -ον, αυτός που έχει αγοραστεί πρόσφατα, λέγεται για δούλους, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

νε-ώνητος, ον,
newly bought, of slaves, Ar.