ἐΰσσελμος
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
ἐΰσσωτρος, Ep. for εὔσελμος, εὔσωτρος.
French (Bailly abrégé)
épq. c. εὔσελμος.
German (Pape)
ep. = εὔσελμος.
Russian (Dvoretsky)
ἐΰσσελμος: Hom. = εὔσελμος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐΰσσελμος: ἐΰσσωτρος, Ἐπικ. ἀντὶ εὔσελμος, εὔσωτρος.
Greek Monolingual
ἐΰσσελμος, -ον (Α)
βλ. εύσελμος.
Greek Monotonic
ἐΰσσελμος: ἐΰσ-σωτρος, Επικ. αντί εὔ-σελμος, εὔ-σωτρος.