ἰχνοσκοπία
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
ἡ, looking at the tracks, Plu.2.917f.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action d'observer ou de suivre la trace.
Étymologie: ἰχνοσκοπέω.
German (Pape)
das Aufspüren, Plut. qu. Nat. 24.
Russian (Dvoretsky)
ἰχνοσκοπία: ἡ pl. выслеживание (дичи) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχνοσκοπία: ἡ, τὸ ἰχνοσκοτεῖν, Πλούτ. 2. 917F.
Greek Monolingual
ἰχνοσκοπία, ἡ (Α) ιχνοσκοπώ
το να ανιχνεύει κάποιος, το να αναζητά κάποιος ίχνη.