εἰσήγησις
Δίκαιος εἶναι μᾶλλον ἢ χρηστὸς θέλε → Benignus esse quaere, sed iustus magis → Gerecht zu sein sei mehr dein Wunsch als gutgesinnt
English (LSJ)
εως, ἡ, A proposing, advising, Th.5.30, Ph.2.211, Plu.2.11d; introduction, ἐθῶν καὶ νομίμων Ph.I. 166(pl.); δογμάτων ib.410. II a motion, D.C.36.38.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Alolema(s): ἐσ- Th.5.30
I gener. institución c. gen. obj. ἐθῶν καὶ νομίμων Ph.1.166, c. gen. subjet. τὴν εἰσήγησιν τῶν παλαιῶν διατηρεῖν ref. la circuncisión, Ph.2.211.
II rel. c. la palabra
1 instigación, incitación c. gen. obj. τοῦ παντός Th.5.30.
2 recomendación, admonición, hecho de aconsejar c. gen. obj. ἡ εἰ. καὶ ἡ ἀποτροπὴ τοῦ πράγματος el aconsejar o desechar el asunto Plu.2.11d, γνωμῶν I.AI 17.48, πᾶν εἶδος εἰσηγήσεώς τε καὶ ἀπειλῆς εἰσφέρει introduce todo tipo de recomendación y conminación un texto bíblico, Cyr.Al.M.71.689B, 673A, cf. Thdt.Qu.in Ru.2 (p.315)
•ante instancias públicas moción, proposición ἔδοξεν κατὰ τὴν αὐτὴν ε[ἰσ] ήγησιν ... IG 7.2808a.19 (Hieto III d.C.), cf. 12(9).906.18 (Cálcide III d.C.), ψηφίσματος εἰ. Plu.2.826d, cf. Poll.6.177, D.C.36.24.1, 39.37.4.
German (Pape)
[Seite 743] ἡ, das Anrathen, Vorschlagen, der Vorschlag, Thuc. 5, 30 u. Sp.; bei D. Cass. = rogatio. Bei Plut. educ. lib. 14 p. 43 Gegensatz von ἀποτροπή.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
anc. att. ἐσήγησις;
1 action d'introduire ; action d'être l'instigateur ou la cause de;
2 action d'entreprendre, entreprise.
Étymologie: εἰσηγέομαι.
Russian (Dvoretsky)
εἰσήγησις: староатт. ἐσήγησις, εως ἡ
1 введение, почин (τοῦ πράγματος Plut.): ᾐτιῶντο τὴν ἐσήγησιν τοῦ παντός Thuc. они объявили, что (коринфяне) являются виновниками всего;
2 предложение, внесение (ψηφίσματος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εἰσήγησις: -εως, ἡ, τὸ εἰσηγεῖσθαι, εἰσάγειν τι, πρότασις, Θουκ. 5. 30. ΙΙ. εἰσήγησις νόμου, Λατ. rogatio, μεταρρυθμίσας πῃ τὴν εἰσήγησιν αὑτοῦ Δίων Κ. 36. 21.
Greek Monotonic
εἰσήγησις: -εως, ἡ, πρόταση, εισήγηση για συζήτηση, σε Θουκ.
Middle Liddell
εἰσήγησις, εως [from εἰσηγέομαι
a proposing, moving, Thuc.