ἐπεισαγώγιμος

From LSJ
Revision as of 08:55, 12 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ]+)’" to "$1$2'")

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεισᾰγώγιμος Medium diacritics: ἐπεισαγώγιμος Low diacritics: επεισαγώγιμος Capitals: ΕΠΕΙΣΑΓΩΓΙΜΟΣ
Transliteration A: epeisagṓgimos Transliteration B: epeisagōgimos Transliteration C: epeisagogimos Beta Code: e)peisagw/gimos

English (LSJ)

ον, brought in from abroad, τὰ ἐ. imported wares, Pl.R. 370e.

German (Pape)

[Seite 911] noch dazu eingeführt; τὰ ἐπ., Waareneinfuhr, Plat. Rep. II, 370 e.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu'on importe ; τὰ ἐπεισαγώγιμα PLAT les objets d'importation.
Étymologie: ἐπεισάγω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεισᾰγώγιμος:
1 ввозимый, привозной (σῖτος Dem.; ἀγορά Plut.): τὰ ἐπεισαγώγιμα Plat. ввозные товары;
2 поступающий извне (θερμότης Arst.);
3 иноземный, чужой (γένος Eur.; ἐ. καὶ βάρβαρος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεισᾰγώγιμος: -ον, ἐπὶ προϊόντων ἔξωθεν εἰσαγομένων εἴς τινα χώραν, ἀλλὰ μήν, ἦν δ’ ἐγώ, κατοικίσαι γε αὐτὴν τὴν πόλιν εἰς τοιοῦτον τόπον, οὖ ἐπεισαγωγίμων μὴ δεήσεται, σχεδόν τι ἀδύνατον Πλάτ. Πολ. 370Ε.

Greek Monolingual

ἐπεισαγώγιμος, -ον (Α)
(για προϊόντα) αυτός που εισάγεται από το εξωτερικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισαγώγιμος].

Greek Monotonic

ἐπεισᾰγώγιμος: -ον, αυτός που εισάγεται, ο εισαγόμενος επιπροσθέτως των (εγχώριων) προϊόντων μιας χώρας· τὰ ἐπ., εισαγόμενα κατασκευσμένα είδη, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἐπ-εισᾰγώγιμος, ον
brought in besides the products of the country; τὰ ἐπ. imported wares, Plat.