καταλαγχάνω
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
hold possession of, Χῶρον dub. l. in Ael.NA9.35.
German (Pape)
[Seite 1358] (s. λαγχάνω), durch's Loos erhalten, Ael. H. A. 9, 35, l. d.
French (Bailly abrégé)
obtenir par le sort.
Étymologie: κατά, λαγχάνω.
Greek (Liddell-Scott)
καταλαγχάνω: διὰ κλήρου καταλαμβάνω, τι Αἰλ. π. Ζ. 9. 35.
Greek Monolingual
καταλαγχάνω (Α)
καταλαμβάνω κάτι με κλήρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + λαγχάνω «λαμβάνω ως μερίδιο διά κλήρου»].