αἰσυλοεργός
From LSJ
English (LSJ)
όν, = αἴσυλα ῥέζων, ill-doing, Max.368; read by Aristarch. in Il.5.403 for ὀβριμοεργός, cf. Clem.Al.Protr.2.33.
Spanish (DGE)
(αἰσῠλοεργός) -όν
malhechor δμῶα Max.368, Aristarch. en Sch.Er.Il.5.403a (por ὀβριμοεργός), (Ἡρακλῆ) οἱ ποιηταὶ ... αἰσυλοεργὸν ἀποκαλοῦσιν Clem.Al.Prot.2.33.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
scélérat.
Étymologie: αἴσυλος, ἔργον.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσυλοεργός: -όν, = αἴσυλα ῥέζῳν, παράνομα καὶ ἄδικα ἐργαζόμενος, Ποιητ. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 28. 18, Μάξιμ. π. καταρχ. 368, ὁ Ἀρίσταρχος γράφει τοῦτο ἐν Ἰλ. Ε. 403 ἀντὶ τοῦ ὀβριμοεργός.
Russian (Dvoretsky)
αἰσῠλοεργός: творящий беззаконие, преступный (Hom. - v.l. ὀβριμοεργός).
German (Pape)
Frevel übend, v.l. Il. 5.403 für ὀβριμοεργός.