Σουνιακός
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
v. Σούνιον.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Sounion.
Étymologie: Σούνιον.
Russian (Dvoretsky)
Σουνιακός: сунийский Her.